- αντανακοπη
- ἀντανακοπήἀντ-ανακοπήἥ отражение, отскакивание
(κυμάτων Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κυμάτων Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντανακοπή — η (Α ἀντανακοπή) νεοελλ. η ανακοπή την οποία ασκεί κάποιος εναντίον μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει εναντίον της αρχ. (για κύματα) η αναδίπλωση … Dictionary of Greek
ἀντανακοπήν — ἀντανακοπή recoil fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)